καπάντζα,
η κ. καπαντζές,
ο, ουσ. [<τουρκ. kapanca], είδος παγίδας που χρησιμοποιείται συνήθως για
την παγίδευση πουλιών ή ποντικών: «τα παιδιά πήραν την καπάντζα και βγήκαν στην
εξοχή για να πιάσουν πουλιά || έχει τοποθετήσει στο υπόγειο του σπιτιού του δυο
τρεις καπάντζες, γιατί τον τελευταίο καιρό αντιλήφθηκε να κυκλοφορούν ποντίκια»·
- πέφτω
στην καπάντζα, παγιδεύομαι, ξεγελιέμαι: «μου παρουσίασαν με τόσο όμορφο
τρόπο τη δουλειά, που δεν κατάλαβα πως είχαν σκοπό να μου φάνε τα λεφτά, κι
έπεσα στην καπάντζα»·
- στήνω
καπάντζα, οργανώνω παγίδα: «του ’στησε τέτοια καπάντζα, που δεν την πήρε
μυρουδιά κι έπεσε με το πρώτο»·
- τον
ρίχνω στην καπάντζα, τον ξεγελώ, τον παγιδεύω: «ύστερα από οργανωμένες
ενέργειες η αστυνομία κατάφερε και τον έριξε στην καπάντζα».